ανομοίωση — η (γραμμ.), η αντικατάσταση του ενός από δύο αλλεπάλληλους όμοιους φθόγγους με άλλο συγγενικό ή η παράλειψή του, π.χ. «γλήγορα» αντί «γρήγορα», «φατρία» αντί «φρατρία» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… … Dictionary of Greek
άντλος — ἄντλος, ο κ. ἄντλον, το (Α) 1. αμπάρι πλοίου 2. το ακάθαρτο νερό που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου 3. μτφ. συσσώρευση δεινών, δυσχερειών 4. η θάλασσα 5. φρ. «ἐν ἄντλῳ τιθέναι» ρίχνω στη θάλασσα, εξαφανίζω 6. κάδος, κουβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ.… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αλεφάντης — ο και ἀνεφάντης ή ἀναφάντης άνοιγμα τής στέγης ή και η είσοδος οικήματος από το οποίο περνά μέσα το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αλεφάντης < ανεφάντης (με ανομοίωση τού ν σε λ) < αναφάντης (με ανομοίωση του α σε ε) < αναφαίνω «κάνω κάτι να δώσει… … Dictionary of Greek
αμπέχω — ἀμπέχω και ἀμφέχω και ἀμπίσχω (Α) Ι. ενεργ. 1. περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω 2. προστατεύω «σμικρότητι ἤμπισχεν» (Πλάτ. Πρωτ.) 3. αγκαλιάζω 4. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, ντύνω μεσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. (το αρσενικό τής μετοχής… … Dictionary of Greek
ανεμώλιος — ἀνεμώλιος, ον (Α) 1. (για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άχρηστος 2. (για πρόσωπα) άστατος, ανίκανος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανεμώνιος < άνεμος + (επίθημα) ώνιος, με ανομοίωση ( ωλιος < ωνιος). Το επίθημα ώνιος είναι αιολικό καί ισοδυναμεί… … Dictionary of Greek
ανομοιωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ανομοίωση ή προέρχεται από ανομοίωση … Dictionary of Greek
απλολογία — Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο αποβάλλεται ολόκληρη συλλαβή που έχει το ίδιο ή όμοιο σύμφωνο με άλλη παρακείμενη συλλαβή. Η α. είναι συλλαβική ανομοίωση. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η εκφώνηση συνεχόμενων συλλαβών, που έχουν τους ίδιους… … Dictionary of Greek
βητάρμων — βητάρμων, ο (Α) 1. ο χορευτής 2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ άρμων συνδέεται ως προς το β συνθετικό με την ομάδα… … Dictionary of Greek